- σκόρος
- και σκώρος, ο, Ν1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύτατα διαδεδομένων εντόμων τής οικογένειας tineidae, τών οποίων οι λευκόχρωμες προνύμφες ζουν σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες και άλλους χώρους και τρέφονται με μάλλινες ίνες, προξενώντας καταστροφές στα μάλλινα υφάσματα και ενδύματα2. φρ. α) «σκόρος τών ταπήτων»ζωολ. το είδος σκόρου Trichophaga tapetrella, τού οποίου οι προνύμφες τρέφονται με μάλλινες ίνες, κατά προτίμηση με τρίχες αλόγων ή φτεράβ) «σκόρος τών ενδυμάτων»ζωολ. το είδος σκόρου Tineola biselliella, που πετά σπάνια και αφθονεί στα σπίτια και τού οποίου η προνύμφη τρέφεται με ίνες μάλλινων νημάτων, υφασμάτων, ενδυμάτων και γουναρικώνγ) «σκόρος τών γουναρικώνζωολ. το είδος σκόρου Tinea pellionella, τού οποίου οι προνύμφες κατασκευάζουν μια χαρακτηριστική φορητή θήκη από μετάξι και τρέφονται με ίνες ζωικής προέλευσης, αλλά σπανίζουν σε κατοικίες και άλλα κτήρια με κεντρική θέρμανση, επειδή έχουν ανάγκη από σχετικά μεγάλη υγρασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *κόρος (< κείρω* «κόβω, κατατρώγω») με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος), ενώ κατ' άλλους από αρχ. κόρις «κοριός» (< κείρω)].
Dictionary of Greek. 2013.